- αντιδιατιθημι
- ἀντιδιατίθημιἀντι-διατίθημι1) отплачивать, мстить Diod.2) med. сопротивляться
οἱ ἀντιδιατιθέμενοι NT. — противники
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
οἱ ἀντιδιατιθέμενοι NT. — противники
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αντιδιατίθημι — ἀντιδιατίθημι (AM) 1. ανταποδίδω τα ίσα σε κάποιον αρχ. 1. προβάλλω αντίσταση 2. οι αντιδιατιθέμενοι αυτοί που διάκεινται μεταξύ τους εχθρικά … Dictionary of Greek